κοιτωνίτης

κοιτωνίτης
ο
1) домашний халат; 2) пижама

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κοιτωνίτης" в других словарях:

  • κοιτωνίτης — chamberlain masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίτης — ο (AM κοιτωνίτης, Μ θηλ. κοιτωνίτισσα) [κοιτών] νεοελλ. ένδυμα που φοριέται στον κοιτώνα ή, γενικά, μέσα στο σπίτι μσν. αρχ. θαλαμηπόλος, καμαριέρης …   Dictionary of Greek

  • κοιτωνιτῶν — κοιτωνίτης chamberlain masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίταις — κοιτωνίτης chamberlain masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίτην — κοιτωνίτης chamberlain masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίτου — κοιτωνίτης chamberlain masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίτῃ — κοιτωνίτης chamberlain masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίτας — κοιτωνίτᾱς , κοιτωνίτης chamberlain masc acc pl κοιτωνίτᾱς , κοιτωνίτης chamberlain masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρομπ ντε σάμπρ — η, Ν άκλ. γυναικείο φόρεμα σπιτιού, γνωστό και με τη λόγια ονομασία κοιτωνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. robe de chambre «ρόμπα δωματίου»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»